Translation meaning & definition of the word "trot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trot
[Τροπή]/trɑt/
noun
1. A slow pace of running
- synonym:
- jog ,
- trot ,
- lope
1. Αργός ρυθμός τρεξίματος
- συνώνυμο:
- τζογκ ,
- τροτ ,
- λόφοσ
2. Radicals who support trotsky's theory that socialism must be established throughout the world by continuing revolution
- synonym:
- Trotskyite ,
- Trotskyist ,
- Trot
2. Ριζοσπάστες που υποστηρίζουν τη θεωρία του τρότσκι ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να εγκαθιδρυθεί σε όλο τον κόσμο με τη συνεχή επανάσταση
- συνώνυμο:
- Τροτσκιστής ,
- Τροπή
3. A literal translation used in studying a foreign language (often used illicitly)
- synonym:
- pony ,
- trot ,
- crib
3. Μια κυριολεκτική μετάφραση που χρησιμοποιείται για τη μελέτη μιας ξένης γλώσσας (συχνά χρησιμοποιείται παράνομα
- συνώνυμο:
- πόνυ ,
- τροτ ,
- παραλία
4. A gait faster than a walk
- Diagonally opposite legs strike the ground together
- synonym:
- trot
4. Ένα βάδισμα πιο γρήγορα από μια βόλτα
- Διαγώνια αντίθετα πόδια χτυπούν το έδαφος μαζί
- συνώνυμο:
- τροτ
verb
1. Run at a moderately swift pace
- synonym:
- trot ,
- jog ,
- clip
1. Τρέξτε με μέτριο ρυθμό
- συνώνυμο:
- τροτ ,
- τζογκ ,
- κλιπ
2. Ride at a trot
- synonym:
- trot
2. Βόλτα σε ένα τράτε
- συνώνυμο:
- τροτ
3. Cause to trot
- "She trotted the horse home"
- synonym:
- trot
3. Αιτία στο τράνταγμα
- "Έβαλε το άλογο στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- τροτ