Translation meaning & definition of the word "trooper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνεργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trooper
[Στρατιώτησ]/trupər/
noun
1. A soldier in a motorized army unit
- synonym:
- cavalryman ,
- trooper
1. Ένας στρατιώτης σε μια μηχανοκίνητη μονάδα στρατού
- συνώνυμο:
- ιππεύτης ,
- παραβάτησ
2. A mounted policeman
- synonym:
- trooper
2. Ένας αστυνομικός
- συνώνυμο:
- παραβάτησ
3. A state police officer
- synonym:
- trooper ,
- state trooper
3. Ένας αστυνομικός
- συνώνυμο:
- παραβάτησ ,
- κρατικός στρατιώτης
4. A soldier mounted on horseback
- "A cavalryman always takes good care of his mount"
- synonym:
- cavalryman ,
- trooper
4. Ένας στρατιώτης τοποθετημένος στο άλογο
- "Ένας ιππέας φροντίζει πάντα το βουνό του"
- συνώνυμο:
- ιππεύτης ,
- παραβάτησ