Translation meaning & definition of the word "troop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταυρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Troop
[Στρατιώτης]/trup/
noun
1. A group of soldiers
- synonym:
- troop
1. Μια ομάδα στρατιωτών
- συνώνυμο:
- στρατιώτησ
2. A cavalry unit corresponding to an infantry company
- synonym:
- troop
2. Μονάδα ιππικού που αντιστοιχεί σε εταιρεία πεζικού
- συνώνυμο:
- στρατιώτησ
3. A unit of girl or boy scouts
- synonym:
- troop ,
- scout troop ,
- scout group
3. Μια μονάδα κορίτσι ή προσκόπων αγόρι
- συνώνυμο:
- στρατιώτησ ,
- ανιχνευτής ,
- ομάδα προσκόπων
4. An orderly crowd
- "A troop of children"
- synonym:
- troop ,
- flock
4. Ένα τακτικό πλήθος
- "Ένα στρατό των παιδιών"
- συνώνυμο:
- στρατιώτησ ,
- κοπάδι
verb
1. March in a procession
- "The veterans paraded down the street"
- synonym:
- parade ,
- troop ,
- promenade
1. Πορεία σε μια πομπή
- "Οι βετεράνοι παρέλασαν στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- παρέλαση ,
- στρατιώτησ ,
- περίπατος
2. Move or march as if in a crowd
- "They children trooped into the room"
- synonym:
- troop
2. Μετακινηθείτε ή πορευτείτε σαν σε ένα πλήθος
- "Τα παιδιά μπήκαν στο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- στρατιώτησ
Examples of using
The troop was altogether destroyed.
Το στρατό καταστράφηκε ολοσχερώς.