Translation meaning & definition of the word "trombone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρομπόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trombone
[Τρομπόνι]/trɑmboʊn/
noun
1. A brass instrument consisting of a long tube whose length can be varied by a u-shaped slide
- synonym:
- trombone
1. Ένα όργανο ορείχαλκου που αποτελείται από ένα μακρύ σωλήνα του οποίου το μήκος μπορεί να ποικίλει από μια διαφάνεια σχήματος
- συνώνυμο:
- τρομπόνι