Translation meaning & definition of the word "troll" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρόλος" στην ελληνική γλώσσα
Troll
[Τρολ]noun
1. (scandanavian folklore) a supernatural creature (either a dwarf or a giant) that is supposed to live in caves or in the mountains
- synonym:
- troll
1. (σκανδαβική λαογραφία) ένα υπερφυσικό πλάσμα (είτε ένας νάνος είτε ένα γιγάντιος) που υποτίθεται ότι ζει σε σπηλιές ή στα βουνά
- συνώνυμο:
- τρολ
2. A partsong in which voices follow each other
- One voice starts and others join in one after another until all are singing different parts of the song at the same time
- "They enjoyed singing rounds"
- synonym:
- round ,
- troll
2. Ένα κομμάτι του οποίου οι φωνές ακολουθούν η μία την άλλη
- Μια φωνή ξεκινά και άλλες ενώνονται η μία μετά την άλλη μέχρι όλες να τραγουδήσουν διαφορετικά μέρη του τραγουδιού ταυτόχρονα
- "Τους άρεσαν να τραγουδούν γύρους"
- συνώνυμο:
- γύρος ,
- τρολ
3. A fisherman's lure that is used in trolling
- "He used a spinner as his troll"
- synonym:
- troll
3. Το δέλεαρ ενός ψαρά που χρησιμοποιείται στην τρολλαγή
- "Χρησιμοποίησε έναν κλώστη ως τρολ του"
- συνώνυμο:
- τρολ
4. Angling by drawing a baited line through the water
- synonym:
- troll ,
- trolling
4. Γωνία σχεδιάζοντας μια τροφοδοτημένη γραμμή μέσα από το νερό
- συνώνυμο:
- τρολ ,
- τροποποίηση
verb
1. Circulate, move around
- synonym:
- troll
1. Κυκλοφορήστε, κινηθείτε
- συνώνυμο:
- τρολ
2. Cause to move round and round
- "The child trolled her hoop"
- synonym:
- troll
2. Αιτία να κινηθείτε στρογγυλά και στρογγυλά
- "Το παιδί τράβηξε το στεφάνι της"
- συνώνυμο:
- τρολ
3. Sing the parts of (a round) in succession
- synonym:
- troll
3. Τραγουδήστε τα τμήματα του (α στρογγυλού) διαδοχικά
- συνώνυμο:
- τρολ
4. Angle with a hook and line drawn through the water
- synonym:
- troll
4. Γωνία με ένα γάντζο και γραμμή που τραβιέται μέσα από το νερό
- συνώνυμο:
- τρολ
5. Sing loudly and without inhibition
- synonym:
- troll
5. Τραγουδήστε δυνατά και χωρίς αναστολή
- συνώνυμο:
- τρολ
6. Praise or celebrate in song
- "All tongues shall troll you"
- synonym:
- troll
6. Επαινέστε ή γιορτάστε στο τραγούδι
- "Όλες οι γλώσσες θα σας τσακώνουν"
- συνώνυμο:
- τρολ
7. Speak or recite rapidly or in a rolling voice
- synonym:
- troll
7. Μιλήστε ή απαγγείλετε γρήγορα ή με κυλιόμενη φωνή
- συνώνυμο:
- τρολ