Translation meaning & definition of the word "triviality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασήμαντο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Triviality
[Ασήμαντο]/trɪviæləti/
noun
1. The quality of being unimportant and petty or frivolous
- synonym:
- pettiness ,
- triviality ,
- slightness ,
- puniness
1. Η ποιότητα του να είσαι ασήμαντος και ασήμαντος ή επιπόλαιος
- συνώνυμο:
- μικροπρέπεια ,
- ασήμαντο ,
- ελαφρότητα ,
- τιμωρία
2. A detail that is considered insignificant
- synonym:
- technicality ,
- trifle ,
- triviality
2. Μια λεπτομέρεια που θεωρείται ασήμαντη
- συνώνυμο:
- τεχνικότητα ,
- τρίφυλλο ,
- ασήμαντο
3. Something of small importance
- synonym:
- triviality ,
- trivia ,
- trifle ,
- small beer
3. Κάτι που είναι μικρής σημασίας
- συνώνυμο:
- ασήμαντο ,
- τρίβια ,
- τρίφυλλο ,
- μικρή μπύρα