Translation meaning & definition of the word "trivia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριβιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trivia
[Τρίβια]/trɪviə/
noun
1. Something of small importance
- synonym:
- triviality ,
- trivia ,
- trifle ,
- small beer
1. Κάτι που είναι μικρής σημασίας
- συνώνυμο:
- ασήμαντο ,
- τρίβια ,
- τρίφυλλο ,
- μικρή μπύρα