Translation meaning & definition of the word "tripping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριπλάνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tripping
[Ταλαντεύεται]/trɪpɪŋ/
adjective
1. Characterized by a buoyant rhythm
- "An easy lilting stride"
- "The flute broke into a light lilting air"
- "A swinging pace"
- "A graceful swingy walk"
- "A tripping singing measure"
- synonym:
- lilting ,
- swinging ,
- swingy ,
- tripping
1. Χαρακτηρίζεται από έναν πολυτάραχο ρυθμό
- "Ένα εύκολο βήμα με αναβολή"
- "Το φλάουτο έσπασε σε έναν ελαφρύ αέρα"
- "Ένας ταλαντευόμενος ρυθμός"
- "Ένας χαριτωμένος ταλαντευμένος περίπατος"
- "Ένα τραγουδιστικό μέτρο"
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνει ,
- ταλάντευση ,
- ταλαντευόμενοσ ,
- τριπλασιασμός
2. Moving easily and quickly
- Nimble
- "The dancer was light and graceful"
- "A lightsome buoyant step"
- "Walked with a light tripping step"
- synonym:
- light ,
- lightsome ,
- tripping
2. Κινείται εύκολα και γρήγορα
- Ευκίνητοσ
- "Ο χορευτής ήταν ελαφρύς και χαριτωμένος"
- "Ένα ελαφρύ βήμα"
- "Περπατώντας με ένα βήμα φωτός"
- συνώνυμο:
- φως ,
- ανάλαφρη ,
- τριπλασιασμός