Translation meaning & definition of the word "tripod" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίποδας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tripod
[Τρίποδο]/traɪpɑd/
noun
1. A three-legged rack used for support
- synonym:
- tripod
1. Ένα τρίποδο ράφι που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη
- συνώνυμο:
- τρίποδο