Translation meaning & definition of the word "triplicate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Triplicate
[Τριπλό]/trɪplɪkət/
noun
1. One of three copies
- Any of three things that correspond to one another exactly
- synonym:
- triplicate
1. Ένα από τα τρία αντίγραφα
- Οποιοδήποτε από τα τρία πράγματα που αντιστοιχούν μεταξύ τους ακριβώς
- συνώνυμο:
- τριπλό
verb
1. Reproduce threefold
- "Triplicate the letter for the committee"
- synonym:
- triplicate
1. Αναπαράγω τριπλό
- "Τριπλασιάστε την επιστολή για την επιτροπή"
- συνώνυμο:
- τριπλό