Translation meaning & definition of the word "triple" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Triple
[Τριπλόσ]/trɪpəl/
noun
1. A base hit at which the batter stops safely at third base
- synonym:
- triple ,
- three-base hit ,
- three-bagger
1. Ένα χτύπημα βάσης στο οποίο το μίγμα σταματά με ασφάλεια στην τρίτη βάση
- συνώνυμο:
- τριπλόσ ,
- χτύπημα τριών βάσεων ,
- τρία μαχαίρια
2. A set of three similar things considered as a unit
- synonym:
- trio ,
- triad ,
- triplet ,
- triple
2. Ένα σύνολο τριών παρόμοιων πραγμάτων που θεωρούνται ως μονάδα
- συνώνυμο:
- τρίο ,
- τριάδα ,
- τριπλό ,
- τριπλόσ
3. A quantity that is three times as great as another
- synonym:
- triple
3. Μια ποσότητα που είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από μια άλλη
- συνώνυμο:
- τριπλόσ
verb
1. Increase threefold
- "Triple your income!"
- synonym:
- triple ,
- treble
1. Αύξηση τριπλάσια
- "Τριπλασιάστε το εισόδημά σας!"
- συνώνυμο:
- τριπλόσ ,
- τριπλασιάζω
2. Hit a three-base hit
- synonym:
- triple
2. Χτύπησε ένα χτύπημα τριών βάσεων
- συνώνυμο:
- τριπλόσ
adjective
1. Having three units or components or elements
- "A ternary operation"
- "A treble row of red beads"
- "Overcrowding made triple sessions necessary"
- "Triple time has three beats per measure"
- "Triplex windows"
- synonym:
- ternary ,
- treble ,
- triple ,
- triplex
1. Έχοντας τρεις μονάδες ή εξαρτήματα ή στοιχεία
- "Τριαδική επιχείρηση"
- "Μια τριπλή σειρά από κόκκινες χάντρες"
- "Ο συνωστισμός έκανε τις τριπλές συνεδρίες απαραίτητες"
- "Ο τριπλός χρόνος έχει τρεις κτύπους ανά μέτρο"
- "Τρίπλοκα παράθυρα"
- συνώνυμο:
- τερνάνιος ,
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ
2. Three times as great or many
- "A claim for treble (or triple) damages"
- "A threefold increase"
- synonym:
- treble ,
- threefold ,
- three-fold ,
- triple
2. Τρεις φορές πιο μεγάλη ή πολλές
- "Μια αξίωση για τριπλές τριπλές ζημιές (ορ"
- "Τριπλάσια αύξηση"
- συνώνυμο:
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ ,
- τριπλάσιο