Translation meaning & definition of the word "trimester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίμηνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trimester
[Τριμηνίασ]/traɪmɛstər/
noun
1. A period of three months
- Especially one of the three three-month periods into which human pregnancy is divided
- synonym:
- trimester
1. Περίοδος τριών μηνών
- Ειδικά μία από τις τρεις τρίμηνες περιόδους στις οποίες χωρίζεται η ανθρώπινη εγκυμοσύνη
- συνώνυμο:
- τρίμηνο
2. One of three divisions of an academic year
- synonym:
- trimester
2. Ένα από τα τρία τμήματα ενός ακαδημαϊκού έτους
- συνώνυμο:
- τρίμηνο