Translation meaning & definition of the word "trigger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τριγκέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trigger
[Τρίγκερ]/trɪgər/
noun
1. Lever that activates the firing mechanism of a gun
- synonym:
- gun trigger ,
- trigger
1. Μοχλός που ενεργοποιεί το μηχανισμό πυροδότησης ενός όπλου
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- σκανδάλη
2. A device that activates or releases or causes something to happen
- synonym:
- trigger
2. Μια συσκευή που ενεργοποιεί ή απελευθερώνει ή προκαλεί κάτι να συμβεί
- συνώνυμο:
- σκανδάλη
3. An act that sets in motion some course of events
- synonym:
- trigger ,
- induction ,
- initiation
3. Μια πράξη που θέτει σε κίνηση κάποια πορεία γεγονότων
- συνώνυμο:
- σκανδάλη ,
- επαγωγή ,
- έναρξη
verb
1. Put in motion or move to act
- "Trigger a reaction"
- "Actuate the circuits"
- synonym:
- trip ,
- actuate ,
- trigger ,
- activate ,
- set off ,
- spark off ,
- spark ,
- trigger off ,
- touch off
1. Βάλτε σε κίνηση ή να προχωρήσουμε σε δράση
- "Αναζωογονήστε μια αντίδραση"
- "Ενεργοποιήστε τα κυκλώματα"
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- ενεργώ ,
- σκανδάλη ,
- ενεργοποιώ ,
- ξεκινώ ,
- πυροδοτώ ,
- σπινθήρασ ,
- εκπέμπω ,
- αγγίζω
2. Release or pull the trigger on
- "Trigger a gun"
- synonym:
- trigger
2. Απελευθερώστε ή τραβήξτε τη σκανδάλη
- "Φέρτε ένα όπλο"
- συνώνυμο:
- σκανδάλη
Examples of using
Tom put a gun to Mary's head and pulled the trigger.
Ο Τομ έβαλε ένα όπλο στο κεφάλι της Μαίρης και τράβηξε τη σκανδάλη.
Don't pull the trigger.
Μην τραβάτε τη σκανδάλη.
Tom pulled the trigger.
Ο Τομ τράβηξε τη σκανδάλη.