Translation meaning & definition of the word "trifling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλοτέχνημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trifling
[Ανατριχιάζω]/traɪflɪŋ/
noun
1. The deliberate act of delaying and playing instead of working
- synonym:
- dalliance ,
- dawdling ,
- trifling
1. Η σκόπιμη πράξη της καθυστέρησης και του παιχνιδιού αντί της εργασίας
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικό ,
- ντάουντινγκ ,
- ανατριχιάζω
adjective
1. Not worth considering
- "He considered the prize too paltry for the lives it must cost"
- "Piffling efforts"
- "A trifling matter"
- synonym:
- negligible ,
- paltry ,
- trifling
1. Δεν αξίζει να εξεταστεί
- "Θεώρησε το βραβείο πολύ απαίσιο για τις ζωές που πρέπει να κοστίσει"
- "Μυστικές προσπάθειες"
- "Ένα ασήμαντο θέμα"
- συνώνυμο:
- αμελητέος ,
- παλτάρι ,
- ανατριχιάζω