Translation meaning & definition of the word "trier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιηγητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trier
[Τρίπλευροσ]/traɪər/
noun
1. One (as a judge) who examines and settles a case
- synonym:
- trier
1. Ένας δικαστής ( που εξετάζει και επιλύει μια υπόθεση
- συνώνυμο:
- τριπλόσ
2. One who tries
- synonym:
- trier ,
- attempter ,
- essayer
2. Αυτός που προσπαθεί
- συνώνυμο:
- τριπλόσ ,
- προσαρτώντασ ,
- είδοσ αντικειμένου