Translation meaning & definition of the word "trickster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρικστέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trickster
[Τρίκκος]/trɪkstər/
noun
1. Someone who plays practical jokes on others
- synonym:
- prankster ,
- cut-up ,
- trickster ,
- tricker ,
- hoaxer ,
- practical joker
1. Κάποιος που παίζει πρακτικά αστεία σε άλλους
- συνώνυμο:
- φράνκερ ,
- αποκοπή ,
- απατεώνασ ,
- παραπλανητήσ ,
- φυλακίζων ,
- πρακτικός τζόκερ
2. Someone who leads you to believe something that is not true
- synonym:
- deceiver ,
- cheat ,
- cheater ,
- trickster ,
- beguiler ,
- slicker
2. Κάποιος που σε οδηγεί να πιστέψεις κάτι που δεν είναι αλήθεια
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- εξαπατώ ,
- παρακινδυνευτήσ ,
- τρεμοπαίζω
3. A mischievous supernatural being found in the folklore of many primitive people
- Sometimes distinguished by prodigious biological drives and exaggerated bodily parts
- synonym:
- trickster
3. Ένα άτακτο υπερφυσικό βρίσκεται στη λαογραφία πολλών πρωτόγονων ανθρώπων
- Μερικές φορές διακρίνεται από τεράστιες βιολογικές κινήσεις και υπερβολικά σωματικά μέρη
- συνώνυμο:
- απατεώνασ