Translation meaning & definition of the word "trickery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρικερί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trickery
[Αποτυχία]/trɪkəri/
noun
1. Verbal misrepresentation intended to take advantage of you in some way
- synonym:
- trickery ,
- hocus-pocus ,
- slickness ,
- hanky panky ,
- jiggery-pokery ,
- skulduggery ,
- skullduggery
1. Λεκτική παραπλάνηση που προορίζεται να σας εκμεταλλευτεί με κάποιο τρόπο
- συνώνυμο:
- απατηλός ,
- εστίαση ,
- λειότητα ,
- ανεξίτηλος ,
- τζιγκ-χειρουργική-επιτυχία ,
- απατεώνασ ,
- αποχετευτικό
2. The use of tricks to deceive someone (usually to extract money from them)
- synonym:
- trickery ,
- chicanery ,
- chicane ,
- guile ,
- wile ,
- shenanigan
2. Η χρήση των κόλπων για να εξαπατήσει κάποιον (συνήθως για να βγάλει χρήματα από αυτά)
- συνώνυμο:
- απατηλός ,
- τσιανουά ,
- σικάνιο ,
- γκουίλ ,
- πειράζω ,
- σενανίγκαν
Examples of using
This is Cao Cao's trickery.
Αυτή είναι η απάτη του Κάο Κάο.