Translation meaning & definition of the word "tribunal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδαγωγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tribunal
[Δικαστήριο]/trəbjunəl/
noun
1. An assembly (including one or more judges) to conduct judicial business
- synonym:
- court ,
- tribunal ,
- judicature
1. Μια συνέλευση ( συμπεριλαμβανομένου ενός ή περισσότερων δικαστών) για τη διεξαγωγή δικαστικών επιχειρήσεων
- συνώνυμο:
- δικαστήριο ,
- δικαιοσύνη