Translation meaning & definition of the word "trenchant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλλικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trenchant
[Στραγγαλιστήσ]/trɛnʧənt/
adjective
1. Having keenness and forcefulness and penetration in thought, expression, or intellect
- "Searching insights"
- "Trenchant criticism"
- synonym:
- searching ,
- trenchant
1. Έχοντας ένταση και δυνατότητα και διείσδυση στη σκέψη, την έκφραση ή τη διάνοια
- "Αναζητητικές ιδέες"
- "Γαλλική κριτική"
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- τάφρος
2. Characterized by or full of force and vigor
- "A hard-hitting expose"
- "A trenchant argument"
- synonym:
- hard-hitting ,
- trenchant
2. Χαρακτηρίζεται από ή γεμάτη δύναμη και σθένος
- "Ένα σκληρό κάθισμα εκθέτει"
- "Ένα απεχθές επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- σκληρός ,
- τάφρος
3. Clearly or sharply defined to the mind
- "Clear-cut evidence of tampering"
- "Claudius was the first to invade britain with distinct...intentions of conquest"
- "Trenchant distinctions between right and wrong"
- synonym:
- clear-cut ,
- distinct ,
- trenchant
3. Σαφώς ή απότομα καθορισμένο στο μυαλό
- "Σαφή αποδεικτικά στοιχεία παραβίασης"
- "Ο κλαύδιος ήταν ο πρώτος που εισέβαλε στη βρετανία με διακριτές προθέσεις κατάκτησης"
- "Γαλλικές διακρίσεις μεταξύ σωστού και λάθους"
- συνώνυμο:
- ξεκάθαρος ,
- διακριτός ,
- τάφρος