Translation meaning & definition of the word "trek" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρεκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trek
[Τρεκ]/trɛk/
noun
1. A journey by ox wagon (especially an organized migration by a group of settlers)
- synonym:
- trek
1. Ένα ταξίδι με βόδι (ειδικά μια οργανωμένη μετανάστευση από μια ομάδα εποίκων)
- συνώνυμο:
- ταξίδι
2. Any long and difficult trip
- synonym:
- trek
2. Κάθε μακρύ και δύσκολο ταξίδι
- συνώνυμο:
- ταξίδι
verb
1. Journey on foot, especially in the mountains
- "We spent the summer trekking in the foothills of the himalayas"
- synonym:
- trek
1. Ταξίδι με τα πόδια, ειδικά στα βουνά
- "Περάσαμε το καλοκαίρι πεζοπορώντας στους πρόποδες των ιμαλαΐων"
- συνώνυμο:
- ταξίδι
2. Make a long and difficult journey
- "They trekked towards the north pole with sleds and skis"
- synonym:
- trek
2. Κάντε ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι
- "Περπάτησαν προς το βόρειο πόλο με έλκηθρα και σκι"
- συνώνυμο:
- ταξίδι