Translation meaning & definition of the word "treble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Treble
[Τρέμουλο]/trɛbəl/
noun
1. The pitch range of the highest female voice
- synonym:
- soprano ,
- treble
1. Το εύρος της υψηλότερης γυναικείας φωνής
- συνώνυμο:
- σοπράνο ,
- τριπλασιάζω
verb
1. Sing treble
- synonym:
- treble
1. Τραγουδώ τριάδα
- συνώνυμο:
- τριπλασιάζω
2. Increase threefold
- "Triple your income!"
- synonym:
- triple ,
- treble
2. Αύξηση τριπλάσια
- "Τριπλασιάστε το εισόδημά σας!"
- συνώνυμο:
- τριπλόσ ,
- τριπλασιάζω
adjective
1. Having or denoting a high range
- "Soprano voice"
- "Soprano sax"
- "The boy still had a fine treble voice"
- "The treble clef"
- synonym:
- soprano ,
- treble
1. Έχοντας ή υποδηλώνοντας ένα υψηλό εύρος
- "Σοπράνο φωνή"
- "Σοπράνο σαξ"
- "Το αγόρι είχε ακόμα μια ωραία τριπλή φωνή"
- "Η τριπλή κλεφτή"
- συνώνυμο:
- σοπράνο ,
- τριπλασιάζω
2. Three times as great or many
- "A claim for treble (or triple) damages"
- "A threefold increase"
- synonym:
- treble ,
- threefold ,
- three-fold ,
- triple
2. Τρεις φορές πιο μεγάλη ή πολλές
- "Μια αξίωση για τριπλές τριπλές ζημιές (ορ"
- "Τριπλάσια αύξηση"
- συνώνυμο:
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ ,
- τριπλάσιο
3. Having three units or components or elements
- "A ternary operation"
- "A treble row of red beads"
- "Overcrowding made triple sessions necessary"
- "Triple time has three beats per measure"
- "Triplex windows"
- synonym:
- ternary ,
- treble ,
- triple ,
- triplex
3. Έχοντας τρεις μονάδες ή εξαρτήματα ή στοιχεία
- "Τριαδική επιχείρηση"
- "Μια τριπλή σειρά από κόκκινες χάντρες"
- "Ο συνωστισμός έκανε τις τριπλές συνεδρίες απαραίτητες"
- "Ο τριπλός χρόνος έχει τρεις κτύπους ανά μέτρο"
- "Τρίπλοκα παράθυρα"
- συνώνυμο:
- τερνάνιος ,
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ
4. Having more than one decidedly dissimilar aspects or qualities
- "A double (or dual) role for an actor"
- "The office of a clergyman is twofold
- Public preaching and private influence"- r.w.emerson
- "Every episode has its double and treble meaning"-frederick harrison
- synonym:
- double ,
- dual ,
- twofold ,
- two-fold ,
- treble ,
- threefold ,
- three-fold
4. Έχοντας περισσότερες από μία ανόμοιες πτυχές ή ιδιότητες
- "Ένας διπλός ( ρόλος διπλού ) για έναν ηθοποιό"
- "Το γραφείο ενός κληρικού είναι διπλό
- Δημόσιο κήρυγμα και ιδιωτική επιρροή"- ρ.β.έμερσον
- "Κάθε επεισόδιο έχει το διπλό και τριπλό νόημά του"-φρέντερικ χάρισον
- συνώνυμο:
- διπλός ,
- διπλό ,
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ ,
- τριπλάσιο