Translation meaning & definition of the word "treaty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντροφιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Treaty
[Συνθήκη]/triti/
noun
1. A written agreement between two states or sovereigns
- synonym:
- treaty ,
- pact ,
- accord
1. Γραπτή συμφωνία μεταξύ δύο κρατών ή κυρίαρχων
- συνώνυμο:
- συνθήκη ,
- σύμφωνο ,
- συμφωνία
Examples of using
The peace treaty will be signed tomorrow.
Αύριο θα υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης.
France had signed a secret treaty with Spain.
Η Γαλλία είχε υπογράψει μυστική συνθήκη με την Ισπανία.
The two sides signed a peace treaty.
Οι δύο πλευρές υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης.