Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "treat" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "θεραπεία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Treat

[Θεραπεία]
/trit/

noun

1. Something considered choice to eat

    synonym:
  • dainty
  • ,
  • delicacy
  • ,
  • goody
  • ,
  • kickshaw
  • ,
  • treat

1. Κάτι θεωρείται επιλογή για να φάτε

    συνώνυμο:
  • φινετσάτος
  • ,
  • λιχουδιά
  • ,
  • καλός
  • ,
  • kickshaw
  • ,
  • περνάω

2. An occurrence that causes special pleasure or delight

    synonym:
  • treat

2. Ένα περιστατικό που προκαλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση ή απόλαυση

    συνώνυμο:
  • περνάω

verb

1. Interact in a certain way

  • "Do right by her"
  • "Treat him with caution, please"
  • "Handle the press reporters gently"
    synonym:
  • treat
  • ,
  • handle
  • ,
  • do by

1. Αλληλεπιδράστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο

  • "Κάνε σωστά από αυτήν"
  • "Φέρσου του με προσοχή, σε παρακαλώ"
  • "Χειριστείτε απαλά τους δημοσιογράφους του τύπου"
    συνώνυμο:
  • περνάω
  • ,
  • λαβή
  • ,
  • κάνω από

2. Subject to a process or treatment, with the aim of readying for some purpose, improving, or remedying a condition

  • "Process cheese"
  • "Process hair"
  • "Treat the water so it can be drunk"
  • "Treat the lawn with chemicals"
  • "Treat an oil spill"
    synonym:
  • process
  • ,
  • treat

2. Υπόκειται σε διαδικασία ή θεραπεία, με στόχο την προετοιμασία για κάποιο σκοπό, τη βελτίωση ή την αποκατάσταση μιας πάθησης

  • "Τυρί διεργασίας"
  • "Διαδικασία μαλλιών"
  • "Κεράστε το νερό για να μπορεί να πιει"
  • "Περιποιηθείτε το γκαζόν με χημικά"
  • "Θεραπεύστε μια πετρελαιοκηλίδα"
    συνώνυμο:
  • διαδικασία
  • ,
  • περνάω

3. Provide treatment for

  • "The doctor treated my broken leg"
  • "The nurses cared for the bomb victims"
  • "The patient must be treated right away or she will die"
  • "Treat the infection with antibiotics"
    synonym:
  • treat
  • ,
  • care for

3. Παρέχετε θεραπεία για

  • "Ο γιατρός περιέθαλψε το σπασμένο μου πόδι"
  • "Οι νοσοκόμες φρόντιζαν τα θύματα των βομβών"
  • "Η ασθενής πρέπει να νοσηλευτεί αμέσως διαφορετικά θα πεθάνει"
  • "Θεραπεύστε τη μόλυνση με αντιβιοτικά"
    συνώνυμο:
  • περνάω
  • ,
  • φροντίδα για

4. Act on verbally or in some form of artistic expression

  • "This book deals with incest"
  • "The course covered all of western civilization"
  • "The new book treats the history of china"
    synonym:
  • cover
  • ,
  • treat
  • ,
  • handle
  • ,
  • plow
  • ,
  • deal
  • ,
  • address

4. Ενεργήστε λεκτικά ή με κάποια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης

  • "Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται την αιμομιξία"
  • "Το μάθημα κάλυψε όλο τον δυτικό πολιτισμό"
  • "Το νέο βιβλίο πραγματεύεται την ιστορία της κίνας"
    συνώνυμο:
  • κάλυψη
  • ,
  • περνάω
  • ,
  • λαβή
  • ,
  • άροτρο
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • διεύθυνση

5. Provide with a gift or entertainment

  • "Grandmother always treated us to the circus"
  • "I like to treat myself to a day at a spa when i am depressed"
    synonym:
  • treat

5. Παρέχετε ένα δώρο ή διασκέδαση

  • "Η γιαγιά πάντα μας κέρασε το τσίρκο"
  • "Μου αρέσει να κερνάω τον εαυτό μου μια μέρα σε ένα σπα όταν έχω κατάθλιψη"
    συνώνυμο:
  • περνάω

6. Provide with choice or abundant food or drink

  • "Don't worry about the expensive wine--i'm treating"
  • "She treated her houseguests with good food every night"
    synonym:
  • regale
  • ,
  • treat

6. Παρέχετε επιλογή ή άφθονο φαγητό ή ποτό

  • "Μην ανησυχείς για το ακριβό κρασί--κερνάω"
  • "Περιποιήθηκε τους φιλοξενούμενούς της με καλό φαγητό κάθε βράδυ"
    συνώνυμο:
  • αναπαράγωγη
  • ,
  • περνάω

7. Engage in negotiations in order to reach an agreement

  • "They had to treat with the king"
    synonym:
  • treat

7. Συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας

  • "Έπρεπε να κεράσουν με τον βασιλιά"
    συνώνυμο:
  • περνάω

8. Regard or consider in a specific way

  • "I treated his advances as a joke"
    synonym:
  • treat

8. Να λαμβάνετε υπόψη ή να εξετάζετε με συγκεκριμένο τρόπο

  • "Αντιμετώπισα τις προόδους του ως αστείο"
    συνώνυμο:
  • περνάω

Examples of using

Seeing you is a rare treat.
Το να σε βλέπω είναι μια σπάνια απόλαυση.
If you treat a customer well, he'll be a customer for life.
Αν συμπεριφέρεσαι καλά σε έναν πελάτη, θα είναι πελάτης για μια ζωή.
Treat others the way you'd like to be treated.
Αντιμετωπίστε τους άλλους με τον τρόπο που θα θέλατε να σας αντιμετωπίζουν.