Translation meaning & definition of the word "treasury" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θησαυροφυλάκιο" στην ελληνική γλώσσα
Treasury
[Υπουργείο Οικονομικών]noun
1. The funds of a government or institution or individual
- synonym:
- treasury ,
- exchequer
1. Τα κεφάλαια μιας κυβέρνησης ή ενός ιδρύματος ή ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- ταμείο ,
- εξαιρώ
2. The government department responsible for collecting and managing and spending public revenues
- synonym:
- treasury
2. Το κυβερνητικό τμήμα που είναι υπεύθυνο για τη συλλογή και διαχείριση και τη δαπάνη των δημόσιων εσόδων
- συνώνυμο:
- ταμείο
3. Negotiable debt obligations of the united states government which guarantees that interest and principal payments will be paid on time
- synonym:
- Treasury ,
- Treasury obligations
3. Διαπραγματεύσιμες υποχρεώσεις χρέους της κυβέρνησης των ηνωμένων πολιτειών που εγγυώνται ότι οι τόκοι και οι κύριες πληρωμές θα καταβληθούν
- συνώνυμο:
- Υπουργείο Οικονομικών ,
- Υποχρεώσεις του υπουργείου Οικονομικών
4. The british cabinet minister responsible for economic strategy
- synonym:
- Treasury ,
- First Lord of the Treasury
4. Ο υπουργός του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου είναι υπεύθυνος για την οικονομική στρατηγική
- συνώνυμο:
- Υπουργείο Οικονομικών ,
- Πρώτος Λόρδος του Υπουργείου Οικονομικών
5. The federal department that collects revenue and administers federal finances
- The treasury department was created in 1789
- synonym:
- Department of the Treasury ,
- Treasury Department ,
- Treasury ,
- United States Treasury
5. Το ομοσπονδιακό τμήμα που συλλέγει τα έσοδα και διαχειρίζεται τα ομοσπονδιακά οικονομικά
- Το τμήμα οικονομικών ιδρύθηκε το 1789
- συνώνυμο:
- Τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών ,
- Τμήμα Οικονομικών ,
- Υπουργείο Οικονομικών ,
- Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών
6. A depository (a room or building) where wealth and precious objects can be kept safely
- synonym:
- treasury
6. Ένα αποθετήριο (α δωμάτιο ή κτίριο) όπου ο πλούτος και τα πολύτιμα αντικείμενα μπορούν να διατηρηθούν με ασφάλεια
- συνώνυμο:
- ταμείο