Translation meaning & definition of the word "treasurer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταμίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Treasurer
[Ταμίασ]/trɛʒərər/
noun
1. An officer charged with receiving and disbursing funds
- synonym:
- treasurer ,
- financial officer
1. Ένας αξιωματικός κατηγορείται για λήψη και εκταμίευση κεφαλαίων
- συνώνυμο:
- ταμίας ,
- οικονομικός υπάλληλος