Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "treadmill" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "σπουδαστής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Treadmill

[Κλαδέματοσ]
/trɛdmɪl/

noun

1. An exercise device consisting of an endless belt on which a person can walk or jog without changing place

    synonym:
  • treadmill

1. Μια συσκευή άσκησης που αποτελείται από μια ατελείωτη ζώνη στην οποία ένα άτομο μπορεί να περπατήσει ή να τζόκινγκ χωρίς αλλαγή

    συνώνυμο:
  • πελματιαία

2. A mill that is powered by men or animals walking on a circular belt or climbing steps

    synonym:
  • treadmill
  • ,
  • treadwheel
  • ,
  • tread-wheel

2. Ένας μύλος που τροφοδοτείται από άνδρες ή ζώα που περπατούν σε μια κυκλική ζώνη ή σκαλοπάτια αναρρίχησης

    συνώνυμο:
  • πελματιαία
  • ,
  • πεζούλι
  • ,
  • τροχός πέλματος

3. A job involving drudgery and confinement

    synonym:
  • treadmill
  • ,
  • salt mine

3. Μια εργασία που περιλαμβάνει ασκήσεις και περιορισμό

    συνώνυμο:
  • πελματιαία
  • ,
  • αλατούχοσ