Translation meaning & definition of the word "tread" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πέλμα" στην ελληνική γλώσσα
Tread
[Πατώ]noun
1. A step in walking or running
- synonym:
- pace ,
- stride ,
- tread
1. Ένα βήμα στο περπάτημα ή στο τρέξιμο
- συνώνυμο:
- ρυθμός ,
- βηματίζω ,
- πέλμα
2. The grooved surface of a pneumatic tire
- synonym:
- tread
2. Η αυλακωτή επιφάνεια ενός πνευματικού ελαστικού
- συνώνυμο:
- πέλμα
3. The part (as of a wheel or shoe) that makes contact with the ground
- synonym:
- tread
3. Το τμήμα (όπως ενός τροχού ή παπουτσιού) που έρχεται σε επαφή με το έδαφος
- συνώνυμο:
- πέλμα
4. Structural member consisting of the horizontal part of a stair or step
- synonym:
- tread
4. Δομικό μέλος που αποτελείται από το οριζόντιο τμήμα μιας σκάλας ή ενός σκαλοπατιού
- συνώνυμο:
- πέλμα
verb
1. Put down or press the foot, place the foot
- "For fools rush in where angels fear to tread"
- "Step on the brake"
- synonym:
- step ,
- tread
1. Αφήστε κάτω ή πιέστε το πόδι, τοποθετήστε το πόδι
- "Γιατί οι ανόητοι ορμούν εκεί που οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν"
- "Πάτα το φρένο"
- συνώνυμο:
- βήμα ,
- πέλμα
2. Tread or stomp heavily or roughly
- "The soldiers trampled across the fields"
- synonym:
- tread ,
- trample
2. Πατήστε ή πατήστε βαριά ή χονδρικά
- "Οι στρατιώτες ποδοπάτησαν τα χωράφια"
- συνώνυμο:
- πέλμα ,
- ποδοπατώ
3. Crush as if by treading on
- "Tread grapes to make wine"
- synonym:
- tread
3. Συνθλίβετε σαν να πατάτε
- "Πατήστε σταφύλια για να φτιάξετε κρασί"
- συνώνυμο:
- πέλμα
4. Brace (an archer's bow) by pressing the foot against the center
- synonym:
- tread
4. Στηρίξτε (τόξο τοξότη) πιέζοντας το πόδι στο κέντρο
- συνώνυμο:
- πέλμα
5. Apply (the tread) to a tire
- synonym:
- tread
5. Εφαρμόστε (το πέλμα) σε ένα ελαστικό
- συνώνυμο:
- πέλμα
6. Mate with
- "Male birds tread the females"
- synonym:
- tread
6. Ζευγαρώνω
- "Τα αρσενικά πουλιά πατούν τα θηλυκά"
- συνώνυμο:
- πέλμα