Translation meaning & definition of the word "travesty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταραχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Travesty
[Τραβεστί]/trævəsti/
noun
1. A comedy characterized by broad satire and improbable situations
- synonym:
- farce ,
- farce comedy ,
- travesty
1. Μια κωμωδία που χαρακτηρίζεται από ευρεία σάτιρα και απίθανες καταστάσεις
- συνώνυμο:
- φάρσα ,
- κωμωδία φάρσας ,
- τραβεστί
2. A composition that imitates or misrepresents somebody's style, usually in a humorous way
- synonym:
- parody ,
- lampoon ,
- spoof ,
- sendup ,
- mockery ,
- takeoff ,
- burlesque ,
- travesty ,
- charade ,
- pasquinade ,
- put-on
2. Μια σύνθεση που μιμείται ή παραποιεί το στυλ κάποιου, συνήθως με χιουμοριστικό τρόπο
- συνώνυμο:
- παρωδία ,
- λαμπούν ,
- αποτυχία ,
- αποστολή ,
- κοροϊδία ,
- απογείωση ,
- βουρλίσιοσ ,
- τραβεστί ,
- τσαράντ ,
- πασκινάδα ,
- παρακαμφθεί
verb
1. Make a travesty of
- synonym:
- travesty
1. Παρασύρω
- συνώνυμο:
- τραβεστί