Translation meaning & definition of the word "travel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξίδι" στην ελληνική γλώσσα
Travel
[Ταξίδι]noun
1. The act of going from one place to another
- "He enjoyed selling but he hated the travel"
- synonym:
- travel ,
- traveling ,
- travelling
1. Η πράξη του να πηγαίνεις από το ένα μέρος στο άλλο
- "Του άρεσε να πουλάει αλλά μισούσε το ταξίδι"
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- ταξιδεύοντας
2. A movement through space that changes the location of something
- synonym:
- change of location ,
- travel
2. Μια κίνηση μέσα στο χώρο που αλλάζει τη θέση του κάτι
- συνώνυμο:
- αλλαγή τοποθεσίας ,
- ταξίδι
3. Self-propelled movement
- synonym:
- locomotion ,
- travel
3. Αυτοκινούμενη κίνηση
- συνώνυμο:
- μετακίνηση ,
- ταξίδι
verb
1. Change location
- Move, travel, or proceed, also metaphorically
- "How fast does your new car go?"
- "We travelled from rome to naples by bus"
- "The policemen went from door to door looking for the suspect"
- "The soldiers moved towards the city in an attempt to take it before night fell"
- "News travelled fast"
- synonym:
- travel ,
- go ,
- move ,
- locomote
1. Αλλαγή τοποθεσίας
- Μετακινήστε, ταξιδέψτε ή προχωρήστε, επίσης μεταφορικά
- "Πόσο γρήγορα πηγαίνει το νέο σας αυτοκίνητο?"
- "Ταξιδέψαμε από τη ρώμη στη νάπολη με λεωφορείο"
- "Οι αστυνομικοί πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα αναζητώντας τον ύποπτο"
- "Οι στρατιώτες κινήθηκαν προς την πόλη σε μια προσπάθεια να το πάρουν πριν πέσει η νύχτα"
- "Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα"
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- πηγαίνω ,
- κινώ ,
- τοποθέτηση
2. Undertake a journey or trip
- synonym:
- travel ,
- journey
2. Αναλάβετε ένα ταξίδι ή ένα ταξίδι
- συνώνυμο:
- ταξίδι
3. Make a trip for pleasure
- synonym:
- travel ,
- trip ,
- jaunt
3. Κάντε ένα ταξίδι για ευχαρίστηση
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- τζωρτζ
4. Travel upon or across
- "Travel the oceans"
- synonym:
- travel ,
- journey
4. Ταξιδέψτε πάνω ή απέναντι
- "Ταξιδεύουν στους ωκεανούς"
- συνώνυμο:
- ταξίδι
5. Undergo transportation as in a vehicle
- "We travelled north on rte. 508"
- synonym:
- travel
5. Υποβληθείτε σε μεταφορά όπως σε ένα όχημα
- "Ταξιδέψαμε βόρεια στην ρτε. 508"
- συνώνυμο:
- ταξίδι
6. Travel from place to place, as for the purpose of finding work, preaching, or acting as a judge
- synonym:
- travel ,
- move around
6. Ταξιδέψτε από μέρος σε μέρος, όπως για να βρείτε δουλειά, να κηρύξετε ή να ενεργήσετε ως δικαστής
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- περπατώ