Translation meaning & definition of the word "travail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραχνά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Travail
[Τραβώ]/trəvel/
noun
1. Concluding state of pregnancy
- From the onset of contractions to the birth of a child
- "She was in labor for six hours"
- synonym:
- parturiency ,
- labor ,
- labour ,
- confinement ,
- lying-in ,
- travail ,
- childbed
1. Τελική κατάσταση εγκυμοσύνης
- Από την έναρξη των συσπάσεων μέχρι τη γέννηση ενός παιδιού
- "Ήταν στην εργασία για έξι ώρες"
- συνώνυμο:
- παρτεντότητα ,
- εργασία ,
- περιορισμός ,
- λινάτσα ,
- τραβέρσα ,
- παιδικό κρεβάτι
2. Use of physical or mental energy
- Hard work
- "He got an a for effort"
- "They managed only with great exertion"
- synonym:
- effort ,
- elbow grease ,
- exertion ,
- travail ,
- sweat
2. Χρήση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας
- Σκληρή δουλειά
- "Πήρε ένα α για προσπάθεια"
- "Τα κατάφεραν μόνο με μεγάλη προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- προσπάθεια ,
- λίπος αγκώνα ,
- άσκηση ,
- τραβέρσα ,
- ιδρώτας
verb
1. Work hard
- "She was digging away at her math homework"
- "Lexicographers drudge all day long"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil ,
- fag ,
- travail ,
- grind ,
- drudge ,
- dig ,
- moil
1. Δουλεύω σκληρά
- "Έσκαφε τα μαθηματικά της εργασίας"
- "Οι λεξικογράφοι παρασύρονται όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- τραβέρσα ,
- αλείφω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- σκάβω ,
- παρακινώ