Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "trash" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατόπιση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Trash

[Ταμπλό]
/træʃ/

noun

1. Worthless material that is to be disposed of

    synonym:
  • rubbish
  • ,
  • trash
  • ,
  • scrap

1. Άχρηστο υλικό που πρέπει να απορριφθεί

    συνώνυμο:
  • σκουπίδια
  • ,
  • απορρίμματα

2. Worthless people

    synonym:
  • trash
  • ,
  • scum

2. Άχρηστοι άνθρωποι

    συνώνυμο:
  • σκουπίδια
  • ,
  • αποβουτυρώνω

3. Nonsensical talk or writing

    synonym:
  • folderol
  • ,
  • rubbish
  • ,
  • tripe
  • ,
  • trumpery
  • ,
  • trash
  • ,
  • wish-wash
  • ,
  • applesauce
  • ,
  • codswallop

3. Ανόητη ομιλία ή γραφή

    συνώνυμο:
  • φακέλο
  • ,
  • σκουπίδια
  • ,
  • τρίπου
  • ,
  • παλαβός
  • ,
  • πλύσιμο επιθυμιών
  • ,
  • μηλόβαθμα
  • ,
  • παλαιότερα

4. An amphetamine derivative (trade name methedrine) used in the form of a crystalline hydrochloride

  • Used as a stimulant to the nervous system and as an appetite suppressant
    synonym:
  • methamphetamine
  • ,
  • methamphetamine hydrochloride
  • ,
  • Methedrine
  • ,
  • meth
  • ,
  • deoxyephedrine
  • ,
  • chalk
  • ,
  • chicken feed
  • ,
  • crank
  • ,
  • glass
  • ,
  • ice
  • ,
  • shabu
  • ,
  • trash

4. Ένα παράγωγο αμφεταμίνης (εμπορικό όνομα μεθεδριν) που χρησιμοποιείται με τη μορφή κρυσταλλικού υδροχλωριδίου

  • Χρησιμοποιείται ως διεγερτικό στο νευρικό σύστημα και ως κατασταλτικό της όρεξης
    συνώνυμο:
  • μεθαμφεταμίνη
  • ,
  • υδροχλωρική μεθαμφεταμίνη
  • ,
  • Μεθεδρίνη
  • ,
  • μεθ
  • ,
  • δεοξυεφεδρίνη
  • ,
  • κιμωλία
  • ,
  • τροφή κοτόπουλου
  • ,
  • στρόφαλοσ
  • ,
  • γυαλί
  • ,
  • πάγος
  • ,
  • σαμπού
  • ,
  • σκουπίδια

verb

1. Dispose of (something useless or old)

  • "Trash these old chairs"
  • "Junk an old car"
  • "Scrap your old computer"
    synonym:
  • trash
  • ,
  • junk
  • ,
  • scrap

1. Απορρίψτε το (κάτι άχρηστο ή παλιό)

  • "Περάστε αυτές τις παλιές καρέκλες"
  • "Πάρε ένα παλιό αυτοκίνητο"
  • "Διαγράψτε τον παλιό σας υπολογιστή"
    συνώνυμο:
  • σκουπίδια
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • απορρίμματα

2. Express a totally negative opinion of

  • "The critics panned the performance"
    synonym:
  • pan
  • ,
  • tear apart
  • ,
  • trash

2. Εκφράστε μια εντελώς αρνητική γνώμη για

  • "Οι κριτικοί πανικοβλήθηκαν στην παράσταση"
    συνώνυμο:
  • τηγάνι
  • ,
  • διαλύω
  • ,
  • σκουπίδια