Translation meaning & definition of the word "trapper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρατηρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trapper
[Παγιδευτήσ]/træpər/
noun
1. Someone who sets traps for animals (usually to obtain their furs)
- synonym:
- trapper
1. Κάποιος που θέτει παγίδες για τα ζώα (συνήθως για να πάρει τη γούνα τους)
- συνώνυμο:
- παγιδευτήσ