Translation meaning & definition of the word "trap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παγίδα" στην ελληνική γλώσσα
Trap
[Παγίδα]noun
1. A device in which something (usually an animal) can be caught and penned
- synonym:
- trap
1. Μια συσκευή στην οποία κάτι (συνήθως ένα ζώο) μπορεί να πιαστεί και να γραφτεί
- συνώνυμο:
- παγίδα
2. Drain consisting of a u-shaped section of drainpipe that holds liquid and so prevents a return flow of sewer gas
- synonym:
- trap
2. Αποστράγγιση που αποτελείται από ένα τμήμα αποχέτευσης σχήματος που συγκρατεί υγρό και έτσι αποτρέπει τη ροή επιστροφής αερίου αποχέτευ
- συνώνυμο:
- παγίδα
3. Something (often something deceptively attractive) that catches you unawares
- "The exam was full of trap questions"
- "It was all a snare and delusion"
- synonym:
- trap ,
- snare
3. Κάτι (συχνά κάτι απατηλά ελκυστικό) που σας πιάνει ξετυλίγει
- "Η εξέταση ήταν γεμάτη ερωτήσεις παγίδα"
- "Ήταν όλα ένα παραλήρημα και μια ψευδαίσθηση"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- παραπονιέμαι
4. A device to hurl clay pigeons into the air for trapshooters
- synonym:
- trap
4. Μια συσκευή για να εκσφενδονίσει πήλινα περιστέρια στον αέρα για τους παγιδευτές
- συνώνυμο:
- παγίδα
5. The act of concealing yourself and lying in wait to attack by surprise
- synonym:
- ambush ,
- ambuscade ,
- lying in wait ,
- trap
5. Η πράξη του να κρύβεις τον εαυτό σου και να περιμένεις να επιτεθείς από έκπληξη
- συνώνυμο:
- ενέδρα ,
- αναβλύζω ,
- ξαπλωμένος σε αναμονή ,
- παγίδα
6. Informal terms for the mouth
- synonym:
- trap ,
- cakehole ,
- hole ,
- maw ,
- yap ,
- gob
6. Ανεπίσημοι όροι για το στόμα
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- τούρτα ,
- τρύπα ,
- μάου ,
- ναι ,
- βουβός
7. A light two-wheeled carriage
- synonym:
- trap
7. Ένα ελαφρύ δίτροχο φορείο
- συνώνυμο:
- παγίδα
8. A hazard on a golf course
- synonym:
- bunker ,
- sand trap ,
- trap
8. Κίνδυνος σε γήπεδο γκολφ
- συνώνυμο:
- αποθήκη ,
- παγίδα άμμου ,
- παγίδα
verb
1. Place in a confining or embarrassing position
- "He was trapped in a difficult situation"
- synonym:
- trap ,
- pin down
1. Τοποθετήστε το σε μια περιοριστική ή ενοχλητική θέση
- "Παγιδεύτηκε σε μια δύσκολη κατάσταση"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- περνώ προς τα κάτω
2. Catch in or as if in a trap
- "The men trap foxes"
- synonym:
- trap ,
- entrap ,
- snare ,
- ensnare ,
- trammel
2. Πιάσε μέσα ή σαν σε παγίδα
- "Οι άνδρες παγιδεύουν αλεπούδες"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- παγιδεύω ,
- παραπονιέμαι ,
- εντάσσω ,
- τραμελέ
3. Hold or catch as if in a trap
- "The gaps between the teeth trap food particles"
- synonym:
- trap
3. Κρατήστε ή πιάστε σαν σε μια παγίδα
- "Τα κενά μεταξύ των δοντιών παγιδεύουν τα σωματίδια τροφίμων"
- συνώνυμο:
- παγίδα
4. To hold fast or prevent from moving
- "The child was pinned under the fallen tree"
- synonym:
- trap ,
- pin ,
- immobilize ,
- immobilise
4. Για να κρατήσει γρήγορα ή να αποτρέψει την κίνηση
- "Το παιδί ήταν καρφωμένο κάτω από το πεσμένο δέντρο"
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- περνώ ,
- ακινητοποιώ ,
- ακινητοποίηση