Translation meaning & definition of the word "transvestite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραβεστί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transvestite
[Τραβεστί]/trænzvɛstaɪt/
noun
1. Someone who adopts the dress or manner or sexual role of the opposite sex
- synonym:
- transvestite ,
- cross-dresser
1. Κάποιος που υιοθετεί το φόρεμα ή τον τρόπο ή τον σεξουαλικό ρόλο του αντίθετου φύλου
- συνώνυμο:
- τραβεστί ,
- σταυροειδής
adjective
1. Receiving sexual gratification from wearing clothing of the opposite sex
- synonym:
- transvestic ,
- transvestite
1. Λήψη σεξουαλικής ικανοποίησης από τη χρήση ρούχων του αντίθετου φύλου
- συνώνυμο:
- διαφυτοφάγοσ ,
- τραβεστί