Translation meaning & definition of the word "transporter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transporter
[Μεταφορέασ]/trænspɔrtər/
noun
1. A long truck for carrying motor vehicles
- synonym:
- transporter ,
- car transporter
1. Ένα μακρύ φορτηγό για τη μεταφορά μηχανοκίνητων οχημάτων
- συνώνυμο:
- μεταφορέασ ,
- μεταφορέας αυτοκινήτων
2. A crane for moving material with dispatch as in loading and unloading ships
- synonym:
- transporter
2. Ένας γερανός για το κινούμενο υλικό με την αποστολή όπως στη φόρτωση και την εκφόρτωση των πλοίων
- συνώνυμο:
- μεταφορέασ
3. A moving belt that transports objects (as in a factory)
- synonym:
- conveyer belt ,
- conveyor belt ,
- conveyer ,
- conveyor ,
- transporter
3. Μια κινούμενη ζώνη που μεταφέρει αντικείμενα (α σε ένα εργοστάσιο)
- συνώνυμο:
- ζώνη μεταφορέων ,
- μεταφορέασ ,
- μεταφορέας