Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "transport" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Transport

[Μεταφορές]
/trænspɔrt/

noun

1. Something that serves as a means of transportation

    synonym:
  • conveyance
  • ,
  • transport

1. Κάτι που λειτουργεί ως μέσο μεταφοράς

    συνώνυμο:
  • μεταφορά
  • ,
  • μεταφορές

2. An exchange of molecules (and their kinetic energy and momentum) across the boundary between adjacent layers of a fluid or across cell membranes

    synonym:
  • transport

2. Μια ανταλλαγή μορίων (και η κινητική ενέργεια και η ορμή τους) στο όριο μεταξύ παρακείμενων στρωμάτων ενός υγρού ή διαμέσου των κυτταρικών μεμβρών

    συνώνυμο:
  • μεταφορές

3. The commercial enterprise of moving goods and materials

    synonym:
  • transportation
  • ,
  • shipping
  • ,
  • transport

3. Η εμπορική επιχείρηση των κινούμενων αγαθών και υλικών

    συνώνυμο:
  • μεταφορά
  • ,
  • ναυτιλία
  • ,
  • μεταφορές

4. A state of being carried away by overwhelming emotion

  • "Listening to sweet music in a perfect rapture"- charles dickens
    synonym:
  • ecstasy
  • ,
  • rapture
  • ,
  • transport
  • ,
  • exaltation
  • ,
  • raptus

4. Μια κατάσταση παρασυρόμενη από το συντριπτικό συναίσθημα

  • "Ακούγοντας γλυκιά μουσική σε μια τέλεια αρπαγή" - τσαρλς ντίκενς
    συνώνυμο:
  • έκσταση
  • ,
  • αρπαγή
  • ,
  • μεταφορές
  • ,
  • εξύψωση
  • ,
  • έρπτος

5. A mechanism that transports magnetic tape across the read/write heads of a tape playback/recorder

    synonym:
  • tape drive
  • ,
  • tape transport
  • ,
  • transport

5. Ένας μηχανισμός που μεταφέρει μαγνητική ταινία στα κεφάλια ανάγνωσης/εγγραφής μιας ταινίας αναπαραγωγής/καταγραφής

    συνώνυμο:
  • ταινία
  • ,
  • μεταφορά ταινιών
  • ,
  • μεταφορές

6. The act of moving something from one location to another

    synonym:
  • transportation
  • ,
  • transport
  • ,
  • transfer
  • ,
  • transferral
  • ,
  • conveyance

6. Η πράξη της μετακίνησης κάτι από τη μία τοποθεσία στην άλλη

    συνώνυμο:
  • μεταφορά
  • ,
  • μεταφορές
  • ,
  • μεταβιβαστικόσ

verb

1. Move something or somebody around

  • Usually over long distances
    synonym:
  • transport

1. Μετακινήστε κάτι ή κάποιον γύρω σας

  • Συνήθως σε μεγάλες αποστάσεις
    συνώνυμο:
  • μεταφορές

2. Move while supporting, either in a vehicle or in one's hands or on one's body

  • "You must carry your camping gear"
  • "Carry the suitcases to the car"
  • "This train is carrying nuclear waste"
  • "These pipes carry waste water into the river"
    synonym:
  • transport
  • ,
  • carry

2. Κινηθείτε υποστηρίζοντας, είτε σε ένα όχημα είτε στα χέρια κάποιου ή στο σώμα του

  • "Πρέπει να φέρετε τον εξοπλισμό κατασκήνωσης"
  • "Μεταφέρετε τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο"
  • "Το τρένο μεταφέρει πυρηνικά απόβλητα"
  • "Αυτοί οι σωλήνες μεταφέρουν τα λύματα στο ποτάμι"
    συνώνυμο:
  • μεταφορές
  • ,
  • μεταφέρω

3. Hold spellbound

    synonym:
  • enchant
  • ,
  • enrapture
  • ,
  • transport
  • ,
  • enthrall
  • ,
  • ravish
  • ,
  • enthral
  • ,
  • delight

3. Κρατώ πεισματικά

    συνώνυμο:
  • γοητευτικός
  • ,
  • ερπετοειδήσ
  • ,
  • μεταφορές
  • ,
  • ενθουσιώδησ
  • ,
  • καταστροφικόσ
  • ,
  • ενδοεπιτυγχάνω
  • ,
  • απόλαυση

4. Transport commercially

    synonym:
  • transport
  • ,
  • send
  • ,
  • ship

4. Μεταφορές εμπορικά

    συνώνυμο:
  • μεταφορές
  • ,
  • αποστολή
  • ,
  • πλοίο

5. Send from one person or place to another

  • "Transmit a message"
    synonym:
  • transmit
  • ,
  • transfer
  • ,
  • transport
  • ,
  • channel
  • ,
  • channelize
  • ,
  • channelise

5. Αποστολή από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο

  • "Διαβιβάστε ένα μήνυμα"
    συνώνυμο:
  • μεταδίδω
  • ,
  • μεταφορά
  • ,
  • μεταφορές
  • ,
  • κανάλι
  • ,
  • διοχετεύω

Examples of using

Water bears several vital functions in a man's organism. It serves as a transport means for nutrients, regulates body temperature, and plays an important part in metabolism.
Το νερό φέρει πολλές ζωτικές λειτουργίες στον οργανισμό ενός ανθρώπου. Χρησιμεύει ως μέσο μεταφοράς για θρεπτικά συστατικά, ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος και παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό.
The snow brought public transport to a halt.
Το χιόνι σταμάτησε τις δημόσιες συγκοινωνίες.
Dear passengers! If you get on a means of transport and don’t have a season ticket, punch a one-time ticket without waiting for the next station.
Αγαπητοί επιβάτες! Εάν πάρετε ένα μέσο μεταφοράς και δεν έχουν ένα εισιτήριο σεζόν, τρυπήστε ένα εισιτήριο μίας φοράς χωρίς να περιμένετε τον επόμενο σταθμό.