Translation meaning & definition of the word "transom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάβρασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transom
[Τρανσ]/trænsəm/
noun
1. A window above a door that is usually hinged to a horizontal crosspiece over the door
- synonym:
- transom ,
- transom window ,
- fanlight
1. Ένα παράθυρο πάνω από μια πόρτα που είναι συνήθως αρθρωμένο σε ένα οριζόντιο σταυρό πάνω από την πόρτα
- συνώνυμο:
- υπέρθεση ,
- παράθυρο υπερβολικού εμβόλου ,
- φωτιστικό
2. A horizontal crosspiece across a window or separating a door from a window over it
- synonym:
- transom ,
- traverse
2. Ένα οριζόντιο διαγώνιο τεμάχιο πάνω από ένα παράθυρο ή ένα διαχωρισμό μιας πόρτας από ένα παράθυρο πάνω του
- συνώνυμο:
- υπέρθεση ,
- περπατώ