Translation meaning & definition of the word "transmit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πομπός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transmit
[Μεταδίδω]/trænzmɪt/
verb
1. Transfer to another
- "Communicate a disease"
- synonym:
- convey ,
- transmit ,
- communicate
1. Μεταφορά σε άλλο
- "Επικοινωνήστε με μια ασθένεια"
- συνώνυμο:
- μεταφέρω ,
- μεταδίδω ,
- επικοινωνώ
2. Transmit or serve as the medium for transmission
- "Sound carries well over water"
- "The airwaves carry the sound"
- "Many metals conduct heat"
- synonym:
- impart ,
- conduct ,
- transmit ,
- convey ,
- carry ,
- channel
2. Μεταδώστε ή χρησιμεύστε ως μέσο για τη μετάδοση
- "Ο ήχος μεταφέρει πολύ καλά πάνω από το νερό"
- "Τα κύματα αέρα φέρουν τον ήχο"
- "Πολλά μέταλλα παράγουν θερμότητα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- διεξάγω ,
- μεταφέρω ,
- κανάλι
3. Broadcast over the airwaves, as in radio or television
- "We cannot air this x-rated song"
- synonym:
- air ,
- send ,
- broadcast ,
- beam ,
- transmit
3. Εκπομπή πάνω από τα αεροπορικά κύματα, όπως στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
- "Δεν μπορούμε να αερίσουμε αυτό το τραγούδι με τιμή χ"
- συνώνυμο:
- αέρας ,
- αποστολή ,
- μετάδοση ,
- ακτίνα ,
- μεταδίδω
4. Send from one person or place to another
- "Transmit a message"
- synonym:
- transmit ,
- transfer ,
- transport ,
- channel ,
- channelize ,
- channelise
4. Αποστολή από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο
- "Διαβιβάστε ένα μήνυμα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- μεταφορά ,
- μεταφορές ,
- κανάλι ,
- διοχετεύω
Examples of using
We have to transmit our culture to the next generation.
Πρέπει να μεταδώσουμε τον πολιτισμό μας στην επόμενη γενιά.