Translation meaning & definition of the word "translate" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "μετάφραση" στην ελληνική γλώσσα
Translate
[Μεταφράζω]verb
1. Restate (words) from one language into another language
- "I have to translate when my in-laws from austria visit the u.s."
- "Can you interpret the speech of the visiting dignitaries?"
- "She rendered the french poem into english"
- "He translates for the u.n."
- synonym:
- translate ,
- interpret ,
- render
1. Επαναδιατύπωση (λέξεις) από μια γλώσσα σε μια άλλη γλώσσα
- "Πρέπει να μεταφράσω όταν τα πεθερικά μου από την αυστρία επισκέπτονται τις ηπα."
- "Μπορείτε να ερμηνεύσετε την ομιλία των επισκεπτών αξιωματούχων;"
- "Απέδωσε το γαλλικό ποίημα στα αγγλικά"
- "Μεταφράζει για τον οηε."
- συνώνυμο:
- μεταφράζω ,
- ερμηνεύω ,
- αποδίδω
2. Change from one form or medium into another
- "Braque translated collage into oil"
- synonym:
- translate ,
- transform
2. Αλλαγή από μια μορφή ή μέσο σε άλλο
- "Μπρακ μεταφρασμένο κολάζ σε λάδι"
- συνώνυμο:
- μεταφράζω ,
- μεταμορφώνω
3. Make sense of a language
- "She understands french"
- "Can you read greek?"
- synonym:
- understand ,
- read ,
- interpret ,
- translate
3. Βγάλε νόημα από μια γλώσσα
- "Καταλαβαίνει γαλλικά"
- "Μπορείς να διαβάσεις ελληνικά;"
- συνώνυμο:
- καταλαβαίνω ,
- διαβάζω ,
- ερμηνεύω ,
- μεταφράζω
4. Bring to a certain spiritual state
- synonym:
- translate
4. Φέρτε σε μια ορισμένη πνευματική κατάσταση
- συνώνυμο:
- μεταφράζω
5. Change the position of (figures or bodies) in space without rotation
- synonym:
- translate
5. Αλλάξτε τη θέση του (σχήματα ή σώματα) στο χώρο χωρίς περιστροφή
- συνώνυμο:
- μεταφράζω
6. Be equivalent in effect
- "The growth in income translates into greater purchasing power"
- synonym:
- translate
6. Να είναι ισοδύναμο στην πραγματικότητα
- "Η αύξηση του εισοδήματος μεταφράζεται σε μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη"
- συνώνυμο:
- μεταφράζω
7. Be translatable, or be translatable in a certain way
- "Poetry often does not translate"
- "Tolstoy's novels translate well into english"
- synonym:
- translate
7. Να είναι μεταφράσιμο, ή να είναι μεταφράσιμο με ένα συγκεκριμένο τρόπο
- "Η ποίηση συχνά δεν μεταφράζεται"
- "Τα μυθιστορήματα του τολστόι μεταφράζονται καλά στα αγγλικά"
- συνώνυμο:
- μεταφράζω
8. Subject to movement in which every part of the body moves parallel to and the same distance as every other point on the body
- synonym:
- translate
8. Υπόκειται σε κίνηση στην οποία κάθε μέρος του σώματος κινείται παράλληλα και στην ίδια απόσταση με κάθε άλλο σημείο του σώματος
- συνώνυμο:
- μεταφράζω
9. Express, as in simple and less technical language
- "Can you translate the instructions in this manual for a layman?"
- "Is there a need to translate the psychiatrist's remarks?"
- synonym:
- translate
9. Εκφράστε, όπως σε απλή και λιγότερο τεχνική γλώσσα
- "Μπορείτε να μεταφράσετε τις οδηγίες σε αυτό το εγχειρίδιο για έναν λαϊκό;"
- "Υπάρχει ανάγκη να μεταφραστούν οι παρατηρήσεις του ψυχιάτρου;"
- συνώνυμο:
- μεταφράζω
10. Determine the amino-acid sequence of a protein during its synthesis by using information on the messenger rna
- synonym:
- translate
10. Προσδιορίστε την αλληλουχία αμινοξέων μιας πρωτεΐνης κατά τη σύνθεσή της χρησιμοποιώντας πληροφορίες για το αγγελιοφόρο rna
- συνώνυμο:
- μεταφράζω