Translation meaning & definition of the word "transitory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβιβαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transitory
[Διαπεραστικόσ]/trænzətɔri/
adjective
1. Lasting a very short time
- "The ephemeral joys of childhood"
- "A passing fancy"
- "Youth's transient beauty"
- "Love is transitory but it is eternal"
- "Fugacious blossoms"
- synonym:
- ephemeral ,
- passing ,
- short-lived ,
- transient ,
- transitory ,
- fugacious
1. Διαρκεί πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
- "Οι εφήμερες χαρές της παιδικής ηλικίας"
- "Μια περαστική φαντασία"
- "Παροδική ομορφιά του νού"
- "Η αγάπη είναι παροδική αλλά είναι αιώνια"
- "Αφελή άνθη"
- συνώνυμο:
- εφήμερο ,
- πέρασμα ,
- βραχύβια ,
- παρακαταθήκη ,
- παροδικόσ ,
- φυγάς