Translation meaning & definition of the word "transitional" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transitional
[Μεταβατικός]/trænsɪʃənəl/
adjective
1. Of or relating to or characterized by transition
- "Adolescence is a transitional stage between childhood and adulthood"
- synonym:
- transitional
1. Από ή σχετίζονται ή χαρακτηρίζονται από μετάβαση
- "Η εφηβεία είναι ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης"
- συνώνυμο:
- μεταβατικός