Translation meaning & definition of the word "transient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβατικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Transient
[Παροδικόσ]/trænʒənt/
noun
1. One who stays for only a short time
- "Transient laborers"
- synonym:
- transient
1. Αυτός που μένει μόνο για λίγο
- "Παγκόσμιοι εργάτες"
- συνώνυμο:
- παρακαταθήκη
2. (physics) a short-lived oscillation in a system caused by a sudden change of voltage or current or load
- synonym:
- transient
2. (φυσική) μια βραχύβια ταλάντωση σε ένα σύστημα που προκαλείται από μια ξαφνική αλλαγή τάσης ή ρεύματος ή φορτίου
- συνώνυμο:
- παρακαταθήκη
adjective
1. Of a mental act
- Causing effects outside the mind
- synonym:
- transeunt ,
- transient
1. Μιας ψυχικής πράξης
- Προκαλώντας επιδράσεις έξω από το μυαλό
- συνώνυμο:
- διανυσματική ,
- παρακαταθήκη
2. Lasting a very short time
- "The ephemeral joys of childhood"
- "A passing fancy"
- "Youth's transient beauty"
- "Love is transitory but it is eternal"
- "Fugacious blossoms"
- synonym:
- ephemeral ,
- passing ,
- short-lived ,
- transient ,
- transitory ,
- fugacious
2. Διαρκεί πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
- "Οι εφήμερες χαρές της παιδικής ηλικίας"
- "Μια περαστική φαντασία"
- "Παροδική ομορφιά του νού"
- "Η αγάπη είναι παροδική αλλά είναι αιώνια"
- "Αφελή άνθη"
- συνώνυμο:
- εφήμερο ,
- πέρασμα ,
- βραχύβια ,
- παρακαταθήκη ,
- παροδικόσ ,
- φυγάς