Translation meaning & definition of the word "transfer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορά" στην ελληνική γλώσσα
Transfer
[Μεταφορά]noun
1. The act of moving something from one location to another
- synonym:
- transportation ,
- transport ,
- transfer ,
- transferral ,
- conveyance
1. Η πράξη της μετακίνησης κάτι από τη μία τοποθεσία στην άλλη
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- μεταφορές ,
- μεταβιβαστικόσ
2. Someone who transfers or is transferred from one position to another
- "The best student was a transfer from lsu"
- synonym:
- transfer ,
- transferee
2. Κάποιος που μεταφέρει ή μεταφέρεται από τη μία θέση στην άλλη
- "Ο καλύτερος φοιτητής ήταν μια μεταφορά από το λας"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- μεταγραφεί
3. The act of transfering something from one form to another
- "The transfer of the music from record to tape suppressed much of the background noise"
- synonym:
- transfer ,
- transference
3. Η πράξη της μεταφοράς κάτι από τη μια μορφή στην άλλη
- "Η μεταφορά της μουσικής από το ρεκόρ στην ταινία κατέστειλε μεγάλο μέρος του θορύβου του φόντου"
- συνώνυμο:
- μεταφορά
4. A ticket that allows a passenger to change conveyances
- synonym:
- transfer
4. Ένα εισιτήριο που επιτρέπει σε έναν επιβάτη να αλλάξει τις μεταφορές
- συνώνυμο:
- μεταφορά
5. Application of a skill learned in one situation to a different but similar situation
- synonym:
- transfer ,
- transfer of training ,
- carry-over
5. Εφαρμογή μιας δεξιότητας που αποκτήθηκε σε μια κατάσταση σε μια διαφορετική αλλά παρόμοια κατάσταση
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- μεταφορά εκπαίδευσης
6. Transferring ownership
- synonym:
- transfer ,
- transference
6. Μεταφορά ιδιοκτησίας
- συνώνυμο:
- μεταφορά
verb
1. Transfer somebody to a different position or location of work
- synonym:
- transfer ,
- reassign
1. Μεταφέρετε κάποιον σε διαφορετική θέση ή τόπο εργασίας
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- επανακατασκευάσει
2. Move from one place to another
- "Transfer the data"
- "Transmit the news"
- "Transfer the patient to another hospital"
- synonym:
- transfer
2. Μετακίνηση από το ένα μέρος στο άλλο
- "Μεταφορά των δεδομένων"
- "Διαβιβάστε τις ειδήσεις"
- "Μεταφέρετε τον ασθενή σε άλλο νοσοκομείο"
- συνώνυμο:
- μεταφορά
3. Lift and reset in another soil or situation
- "Transplant the young rice plants"
- synonym:
- transplant ,
- transfer
3. Ανύψωση και επαναφορά σε άλλο έδαφος ή κατάσταση
- "Μεταμοσχεύστε τα νεαρά φυτά ρυζιού"
- συνώνυμο:
- μεταμόσχευση ,
- μεταφορά
4. Move around
- "Transfer the packet from his trouser pockets to a pocket in his jacket"
- synonym:
- transfer ,
- shift
4. Περπατώ
- "Μεταφέρετε το πακέτο από τις τσέπες του παντελονιού σε μια τσέπη στο σακάκι του"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- μετατόπιση
5. Cause to change ownership
- "I transferred my stock holdings to my children"
- synonym:
- transfer
5. Αιτία αλλαγής ιδιοκτησίας
- "Μετέφερα τις μετοχές μου στα παιδιά μου"
- συνώνυμο:
- μεταφορά
6. Change from one vehicle or transportation line to another
- "She changed in chicago on her way to the east coast"
- synonym:
- transfer ,
- change
6. Αλλαγή από ένα όχημα ή γραμμή μεταφοράς σε άλλο
- "Άλλαξε στο σικάγο στο δρόμο της προς την ανατολική ακτή"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- αλλαγή
7. Send from one person or place to another
- "Transmit a message"
- synonym:
- transmit ,
- transfer ,
- transport ,
- channel ,
- channelize ,
- channelise
7. Αποστολή από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο
- "Διαβιβάστε ένα μήνυμα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- μεταφορά ,
- μεταφορές ,
- κανάλι ,
- διοχετεύω
8. Shift the position or location of, as for business, legal, educational, or military purposes
- "He removed his children to the countryside"
- "Remove the troops to the forest surrounding the city"
- "Remove a case to another court"
- synonym:
- remove ,
- transfer
8. Μετατοπίστε τη θέση ή τη θέση του, όπως για επιχειρηματικούς, νομικούς, εκπαιδευτικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς
- "Αφαίρεσε τα παιδιά του στην ύπαιθρο"
- "Αφαιρέστε τα στρατεύματα στο δάσος γύρω από την πόλη"
- "Αφαίρεση υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- αφαιρώ ,
- μεταφορά
9. Transfer from one place or period to another
- "The ancient greek story was transplanted into modern america"
- synonym:
- transfer ,
- transpose ,
- transplant
9. Μεταφορά από ένα μέρος ή περίοδο σε άλλο
- "Η αρχαία ελληνική ιστορία μεταμοσχεύθηκε στη σύγχρονη αμερική"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- μεταφέρω ,
- μεταμόσχευση