Translation meaning & definition of the word "trance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trance
[Έκσταση]/træns/
noun
1. A psychological state induced by (or as if induced by) a magical incantation
- synonym:
- enchantment ,
- spell ,
- trance
1. Μια ψυχολογική κατάσταση που προκαλείται από το ( σαν να προκαλείται από) μια μαγική ξόρκι
- συνώνυμο:
- γοητεία ,
- ξόρκι ,
- έκσταση
2. A state of mind in which consciousness is fragile and voluntary action is poor or missing
- A state resembling deep sleep
- synonym:
- trance
2. Μια κατάσταση του νου στην οποία η συνείδηση είναι εύθραυστη και η εθελοντική δράση είναι φτωχή ή λείπει
- Μια κατάσταση που μοιάζει με βαθύ ύπνο
- συνώνυμο:
- έκσταση
verb
1. Attract
- Cause to be enamored
- "She captured all the men's hearts"
- synonym:
- capture ,
- enamour ,
- trance ,
- catch ,
- becharm ,
- enamor ,
- captivate ,
- beguile ,
- charm ,
- fascinate ,
- bewitch ,
- entrance ,
- enchant
1. Προσελκύω
- Αιτία να ερωτευτεί
- "Συνέλαβε όλες τις καρδιές των ανδρών"
- συνώνυμο:
- καταγράφω ,
- εναρμονίζω ,
- έκσταση ,
- αλιεύω ,
- μπερμαρ ,
- εναμόρ ,
- γοητεύω ,
- εκλιπαρώ ,
- γοητεία ,
- μπεγατζήσ ,
- είσοδος ,
- γοητευτικός