Translation meaning & definition of the word "trample" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trample
[Τραμπλ]/træmpəl/
noun
1. The sound of heavy treading or stomping
- "He heard the trample of many feet"
- synonym:
- trample ,
- trampling
1. Ο ήχος του βαριού πατήματος ή του παραπαίου
- "Άκουσε το τραμ πολλών ποδιών"
- συνώνυμο:
- ποδοπατώ ,
- καταπάτηση
verb
1. Tread or stomp heavily or roughly
- "The soldiers trampled across the fields"
- synonym:
- tread ,
- trample
1. Πέλμα ή παραπατήστε βαριά ή περίπου
- "Οι στρατιώτες καταπάτησαν τα χωράφια"
- συνώνυμο:
- περπατώ ,
- ποδοπατώ
2. Injure by trampling or as if by trampling
- "The passerby was trampled by an elephant"
- synonym:
- trample
2. Τραυματισμός με ποδοπάτηση ή σαν με ποδοπάτηση
- "Ο περαστικός καταπατήθηκε από έναν ελέφαντα"
- συνώνυμο:
- ποδοπατώ
3. Walk on and flatten
- "Tramp down the grass"
- "Trample the flowers"
- synonym:
- tramp down ,
- trample ,
- tread down
3. Περπατήστε και ισοπεδώστε
- "Τραμπουλήστε το γρασίδι"
- "Τραμπλακεί τα λουλούδια"
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- ποδοπατώ