Translation meaning & definition of the word "tram" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tram
[Τραμ]/træm/
noun
1. A conveyance that transports passengers or freight in carriers suspended from cables and supported by a series of towers
- synonym:
- tramway ,
- tram ,
- aerial tramway ,
- cable tramway ,
- ropeway
1. Μια μεταφορά που μεταφέρει επιβάτες ή φορτία σε μεταφορείς που αιωρούνται από καλώδια και υποστηρίζονται από μια σειρά πύργων
- συνώνυμο:
- τραμ ,
- εναέριο τραμ ,
- τραμ καλωδίων ,
- σχοινί
2. A four-wheeled wagon that runs on tracks in a mine
- "A tramcar carries coal out of a coal mine"
- synonym:
- tramcar ,
- tram
2. Ένα τετράτροχο βαγόνι που τρέχει σε κομμάτια σε ένα ορυχείο
- "Ένα τραμ μεταφέρει άνθρακα από ανθρακωρυχείο"
- συνώνυμο:
- τραμ
3. A wheeled vehicle that runs on rails and is propelled by electricity
- synonym:
- streetcar ,
- tram ,
- tramcar ,
- trolley ,
- trolley car
3. Ένα τροχοφόρο όχημα που τρέχει σε ράγες και ωθείται από ηλεκτρική ενέργεια
- συνώνυμο:
- τραμ ,
- τρόλεϊ ,
- αυτοκίνητο τρόλεϊ
verb
1. Travel by tram
- synonym:
- tram
1. Ταξίδι με το τραμ
- συνώνυμο:
- τραμ
Examples of using
You had better go by tram.
Καλύτερα να πας με το τραμ.