Translation meaning & definition of the word "traitor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προδότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Traitor
[Προδότησ]/tretər/
noun
1. Someone who betrays his country by committing treason
- synonym:
- traitor ,
- treasonist
1. Κάποιος που προδίδει τη χώρα του με προδοσία
- συνώνυμο:
- προδότησ ,
- προδοτικόσ
2. A person who says one thing and does another
- synonym:
- double-crosser ,
- double-dealer ,
- two-timer ,
- betrayer ,
- traitor
2. Είναι ένας άνθρωπος που λέει ένα πράγμα και κάνει ένα άλλο
- συνώνυμο:
- διπλόσταυροσ ,
- διπλός-δείκτης ,
- δίχρονοσ ,
- προδότησ
Examples of using
"Here's the traitor, Your Majesty!" "Please, Your Omnipotence, have mercy!" "After you've scrubbed all the floors in Hyrule, then we can talk about mercy! Take him away." "Yes, my liege!"
"Εδώ είναι ο προδότης, Αυτού Μεγαλειότατε!" "Σε παρακαλώ, Παντοδυναμία σου, να έχεις έλεος!" "Αφού έχετε καθαρίσει όλα τα πατώματα στη Χιούλε, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για έλεος! Πάρτε τον μακριά." "Ναι, το ψέμα μου!"
Tom, you traitor!
Τομ, εσύ προδότης!
Translator, traitor.
Μεταφραστής, προδότης.