Translation meaning & definition of the word "trait" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Trait
[Χαρακτηριστικό]/tret/
noun
1. A distinguishing feature of your personal nature
- synonym:
- trait
1. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικής σας φύσης
- συνώνυμο:
- χαρακτηριστικό