Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "train" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρένο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Train

[Τρένο]
/tren/

noun

1. Public transport provided by a line of railway cars coupled together and drawn by a locomotive

  • "Express trains don't stop at princeton junction"
    synonym:
  • train
  • ,
  • railroad train

1. Δημόσιες συγκοινωνίες που παρέχονται από μια σειρά σιδηροδρομικών αυτοκινήτων συνδυασμένων μεταξύ τους και τραβηγμένων από μια ατμομηχανή

  • "Τα εκπεφρασμένα τρένα δεν σταματούν στη διασταύρωση πρίνστον"
    συνώνυμο:
  • τρένο
  • ,
  • σιδηροδρομικό τρένο

2. A sequentially ordered set of things or events or ideas in which each successive member is related to the preceding

  • "A string of islands"
  • "Train of mourners"
  • "A train of thought"
    synonym:
  • string
  • ,
  • train

2. Ένα διαδοχικώς διατεταγμένο σύνολο πραγμάτων ή γεγονότων ή ιδεών στις οποίες κάθε διαδοχικό μέλος σχετίζεται με το προηγούμενο

  • "Μια σειρά νησιών"
  • "Τρένο των θρηνούντων"
  • "Τρένο σκέψης"
    συνώνυμο:
  • συμβολοσειρά
  • ,
  • τρένο

3. A procession (of wagons or mules or camels) traveling together in single file

  • "We were part of a caravan of almost a thousand camels"
  • "They joined the wagon train for safety"
    synonym:
  • caravan
  • ,
  • train
  • ,
  • wagon train

3. Μια πομπή ( βαγονιών ή μουλαριών ή καμελσι) που ταξιδεύουν μαζί σε ένα μόνο αρχείο

  • "Ήμασταν μέρος ενός καραβανιού με σχεδόν χίλιες καμήλες"
  • "Εντάχθηκαν στο τρένο του βαγονιού για ασφάλεια"
    συνώνυμο:
  • τροχόσπιτο
  • ,
  • τρένο
  • ,
  • βαγόνι

4. A series of consequences wrought by an event

  • "It led to a train of disasters"
    synonym:
  • train

4. Μια σειρά από συνέπειες που προκλήθηκαν από ένα γεγονός

  • "Οδηγούσε σε τρένο καταστροφών"
    συνώνυμο:
  • τρένο

5. Piece of cloth forming the long back section of a gown that is drawn along the floor

  • "The bride's train was carried by her two young nephews"
    synonym:
  • train

5. Κομμάτι ύφασμα που σχηματίζει το μακρύ πίσω τμήμα ενός φορέματος που σχεδιάζεται κατά μήκος του δαπέδου

  • "Το τρένο της νύφης μεταφέρθηκε από τους δύο νεαρούς ανιψιούς της"
    συνώνυμο:
  • τρένο

6. Wheelwork consisting of a connected set of rotating gears by which force is transmitted or motion or torque is changed

  • "The fool got his tie caught in the geartrain"
    synonym:
  • gearing
  • ,
  • gear
  • ,
  • geartrain
  • ,
  • power train
  • ,
  • train

6. Τροχοφόρο που αποτελείται από ένα συνδεδεμένο σύνολο περιστρεφόμενων εργαλείων με τα οποία μεταδίδεται η δύναμη ή η ροπή

  • "Ο ανόητος έπιασε τη γραβάτα του στο γεωγραφικό τμήμα"
    συνώνυμο:
  • ταχύτητα
  • ,
  • εργαλείο
  • ,
  • γεωτρυπάνι
  • ,
  • τρένο δύναμης
  • ,
  • τρένο

verb

1. Create by training and teaching

  • "The old master is training world-class violinists"
  • "We develop the leaders for the future"
    synonym:
  • train
  • ,
  • develop
  • ,
  • prepare
  • ,
  • educate

1. Δημιουργία με εκπαίδευση και διδασκαλία

  • "Ο παλιός δάσκαλος εκπαιδεύει βιολιστές παγκόσμιας κλάσης"
  • "Αναπτύσσουμε τους ηγέτες για το μέλλον"
    συνώνυμο:
  • τρένο
  • ,
  • αναπτύσσω
  • ,
  • προετοιμάζω
  • ,
  • εκπαιδεύω

2. Undergo training or instruction in preparation for a particular role, function, or profession

  • "She is training to be a teacher"
  • "He trained as a legal aid"
    synonym:
  • train
  • ,
  • prepare

2. Υποβληθείτε σε εκπαίδευση ή διδασκαλία κατά την προετοιμασία για ένα συγκεκριμένο ρόλο, λειτουργία ή επάγγελμα

  • "Εκπαιδεύεται να είναι δάσκαλος"
  • "Εκπαιδεύτηκε ως νομική βοήθεια"
    συνώνυμο:
  • τρένο
  • ,
  • προετοιμάζω

3. Develop (children's) behavior by instruction and practice

  • Especially to teach self-control
  • "Parents must discipline their children"
  • "Is this dog trained?"
    synonym:
  • discipline
  • ,
  • train
  • ,
  • check
  • ,
  • condition

3. Αναπτύξτε τη συμπεριφορά των (παιδιών με οδηγίες και πρακτική

  • Ειδικά για να διδάξει τον αυτοέλεγχο
  • "Οι γονείς πρέπει να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους"
  • "Εκπαιδεύεται αυτός ο σκύλος?"
    συνώνυμο:
  • πειθαρχία
  • ,
  • τρένο
  • ,
  • ελέγχω
  • ,
  • κατάσταση

4. Educate for a future role or function

  • "He is grooming his son to become his successor"
  • "The prince was prepared to become king one day"
  • "They trained him to be a warrior"
    synonym:
  • prepare
  • ,
  • groom
  • ,
  • train

4. Εκπαιδεύστε για έναν μελλοντικό ρόλο ή λειτουργία

  • "Περιποιείται το γιο του για να γίνει διάδοχός του"
  • "Ο πρίγκιπας ήταν έτοιμος να γίνει βασιλιάς μια μέρα"
  • "Τον εκπαίδευσαν να είναι πολεμιστής"
    συνώνυμο:
  • προετοιμάζω
  • ,
  • γαμπρός
  • ,
  • τρένο

5. Teach or refine to be discriminative in taste or judgment

  • "Cultivate your musical taste"
  • "Train your tastebuds"
  • "She is well schooled in poetry"
    synonym:
  • educate
  • ,
  • school
  • ,
  • train
  • ,
  • cultivate
  • ,
  • civilize
  • ,
  • civilise

5. Διδάξτε ή βελτιώστε να κάνετε διακρίσεις στη γεύση ή την κρίση

  • "Καλλιεργήστε τη μουσική σας γεύση"
  • "Στραγγίξτε τα μπουμπούκια" σας"
  • "Είναι καλά εκπαιδευμένη στην ποίηση"
    συνώνυμο:
  • εκπαιδεύω
  • ,
  • σχολείο
  • ,
  • τρένο
  • ,
  • καλλιεργώ
  • ,
  • εκπολιτίζω

6. Point or cause to go (blows, weapons, or objects such as photographic equipment) towards

  • "Please don't aim at your little brother!"
  • "He trained his gun on the burglar"
  • "Don't train your camera on the women"
  • "Take a swipe at one's opponent"
    synonym:
  • aim
  • ,
  • take
  • ,
  • train
  • ,
  • take aim
  • ,
  • direct

6. Σημείο ή αιτία για να πάει (φυσητήρες, όπλα, ή αντικείμενα όπως ο φωτογραφικός εξοπλισμός) προς

  • "Σε παρακαλώ μην στοχεύεις στον μικρό σου αδελφό!"
  • "Εκπαίδευσε το όπλο του στον διαρρήκτη"
  • "Μην εκπαιδεύετε την κάμερά σας στις γυναίκες"
  • "Πάρτε ένα σαρώστε στον αντίπαλο κάποιου"
    συνώνυμο:
  • στόχος
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • τρένο
  • ,
  • στοχεύω
  • ,
  • άμεσος

7. Teach and supervise (someone)

  • Act as a trainer or coach (to), as in sports
  • "He is training our olympic team"
  • "She is coaching the crew"
    synonym:
  • coach
  • ,
  • train

7. Διδάξτε και επιβλέψτε (απονέκρωση

  • Ενεργεί ως εκπαιδευτής ή προπονητής (τ), όπως και στον αθλητισμό
  • "Εκπαιδεύει την ολυμπιακή μας ομάδα"
  • "Αυτή προπονεί το πλήρωμα"
    συνώνυμο:
  • προπονητής
  • ,
  • τρένο

8. Exercise in order to prepare for an event or competition

  • "She is training for the olympics"
    synonym:
  • train

8. Άσκηση για να προετοιμαστείτε για μια εκδήλωση ή έναν αγώνα

  • "Εκπαιδεύεται στους ολυμπιακούς αγώνες"
    συνώνυμο:
  • τρένο

9. Cause to grow in a certain way by tying and pruning it

  • "Train the vine"
    synonym:
  • train

9. Αιτία για να αναπτυχθεί με έναν ορισμένο τρόπο με το δέσιμο και το κλάδεμα

  • "Στραγγίξτε το αμπέλι"
    συνώνυμο:
  • τρένο

10. Travel by rail or train

  • "They railed from rome to venice"
  • "She trained to hamburg"
    synonym:
  • train
  • ,
  • rail

10. Ταξιδέψτε με τρένο ή σιδηρόδρομο

  • "Έφυγαν από τη ρώμη στη βενετία"
  • "Εκπαιδεύτηκε στο αμβούργο"
    συνώνυμο:
  • τρένο
  • ,
  • σιδηρόδρομος

11. Drag loosely along a surface

  • Allow to sweep the ground
  • "The toddler was trailing his pants"
  • "She trained her long scarf behind her"
    synonym:
  • trail
  • ,
  • train

11. Σύρετε χαλαρά κατά μήκος μιας επιφάνειας

  • Αφήστε να σκουπίσει το έδαφος
  • "Το μικρό παιδί παρακολουθούσε το παντελόνι του"
  • "Εκπαίδευσε το μακρύ κασκόλ της πίσω της"
    συνώνυμο:
  • μονοπάτι
  • ,
  • τρένο

Examples of using

You'll have to run if you want to catch the train.
Θα πρέπει να τρέξετε αν θέλετε να πάρετε το τρένο.
John ran like crazy to the train station to catch the last train.
Ο Τζον έτρεξε σαν τρελός στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πιάσει το τελευταίο τρένο.
Will the train really start on time?
Θα ξεκινήσει πραγματικά το τρένο εγκαίρως?