Translation meaning & definition of the word "tragic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τραγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tragic
[Τραγικόσ]/træʤɪk/
adjective
1. Very sad
- Especially involving grief or death or destruction
- "A tragic face"
- "A tragic plight"
- "A tragic accident"
- synonym:
- tragic ,
- tragical
1. Πολύ λυπημένος
- Ειδικά αν πρόκειται για θλίψη ή θάνατο ή καταστροφή
- "Τραγικό πρόσωπο"
- "Τραγική κατάσταση"
- "Τραγικό ατύχημα"
- συνώνυμο:
- τραγικόσ
2. Of or relating to or characteristic of tragedy
- "Tragic hero"
- synonym:
- tragic
2. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικό της τραγωδίας
- "Τραγικός ήρωας"
- συνώνυμο:
- τραγικόσ
Examples of using
The film relates the tragic fate of the slaves in the eighteenth century.
Η ταινία αφορά την τραγική μοίρα των σκλάβων του δέκατου όγδοου αιώνα.